Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

«Εποχή περισυλλογής για το ελληνικό τραγούδι»

Tης ΓΙΩΤΑΣ ΣΥΚΚΑ

Ο Ηλίας Ανδριόπουλος θα επιχειρήσει με ένα κουαρτέτο μια διαδρομή από τα «Γράμματα στο Μακρυγιάννη», τα «Λαϊκά Προάστια», τους «Προσανατολισμούς», τις «Ξένες Πόρτες», τους «Αργοναύτες», τις «Ωδές» κ.ά. στη Μικρή Επίδαυρο
Όποτε περνάω από τη Λεωφόρο Πεντέλης στα Βριλήσσια, σε ένα από τα καφέ του μεγάλου δρόμου είναι χρόνια τώρα που διακρίνω μέσα από το τζάμι τον Ηλία Ανδριόπουλο, πάντα να γράφει. Κι όταν κυκλοφόρησε πρόσφατα το δοκίμιο «Το Αίνιγμα μιας Γενιάς - Μεταπλάσεις» από τις εκδόσεις «Αργοναύτες», σκεφτόμουν ότι εκεί μέσα θα έγιναν οι πρώτες σημειώσεις για τη μουσική, την αισθητική, τα ζητήματα τέχνης και ελληνικότητας, όλα όσα θίγει στο βιβλίο του. Ακόμη και την αγάπη του για τον Τζουζέπε Βέρντι.

Ακούγοντας όπερα
Ένας θαυμασμός για τον οποίο ευθύνεται ο παππούς του. Μετανάστης στην Αμερική του 1910, όταν επέστρεψε δεκαετίες αργότερα έφερε μαζί του ένα κουρδιστό πικάπ και αμέτρητους δίσκους με άριες. Ο «κυρ-Νίκος» όμως έζησε ως τα 104 και έτσι ο Ηλίας Ανδριόπουλος από πολύ νωρίς στο χωριό του, το Λαντζόι της Ολυμπίας, έμαθε να ακούει τις δημοφιλέστερες όπερες του κορυφαίου μουσουργού. «Για σκέψου, όλα αυτά από έναν άνθρωπο που είχε μάθει στα χωράφια και τις σταφίδες μέχρι να πάει μετανάστης».
Όμως η αφορμή για τη συζήτησή μας με τον Ηλία Ανδριόπουλο ήταν οι συναυλίες του 26 και 27 του μηνός στη Μικρή Επίδαυρο. Εκεί θα επιχειρήσει με ένα κουαρτέτο κι όχι μεγάλη ορχήστρα, όπως έκανε παλιότερα, μια διαδρομή από τα «Γράμματα στο Μακρυγιάννη», τα «Λαϊκά Προάστια», τους «Προσανατολισμούς», τις «Ξένες Πόρτες», τους «Αργοναύτες», τις «Ωδές» κ.ά. Πιάνο, βιολοντσέλο, μαντολίνο και μπουζούκι είναι τα μουσικά όργανα που θα φωτίσουν μία άλλη πλευρά των τραγουδιών του, φλερτάροντας με φυσικούς ήχους και ερμηνευτές κλασικής μουσικής παιδείας. Τάσης Χριστογιαννόπουλος, Θεοδώρα Μπάκα αλλά και η Ελένη και η Σουζάνα Βουγιουκλή. Στο τέλος, ο ίδιος ο συνθέτης θα παρουσιάσει ανέκδοτες συνθέσεις του.
Όλα αυτά συμπίπτουν με μια 35χρονη διαδρομή που άρχισε γενναιόδωρα στη μεταπολίτευση και εκτινάχτηκε στα χρόνια του ’80, όταν η Σωτηρία Μπέλλου συγκινούσε τα πλήθη με τους στίχους του Μιχάλη Μπουρμπούλη «Μην κλαις» και «Πλατεία Βάθης» από τα «Λαϊκά Προάστια», ενώ η νεαρή Άλκηστις Πρωτοψάλτη και ο Αντώνης Καλογιάννης με το «Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες» του Μάνου Ελευθερίου. «Σήμερα -όπως λέει- η κρίση έφερε μεγάλη ανατροπή. Κατέρρευσε το καλλιτεχνικό σύστημα, οι δισκογραφικές εταιρείες, κι ένας δημιουργός, παλιός ή νέος, δε μπορεί να εκδόσει το έργο του. Τα παιδιά έχουν τη λύση του Διαδικτύου, εγώ είχα συνηθίσει την εταιρεία, τον παραγωγό, να κλείνω τον τραγουδιστή. Όλα υποχώρησαν, μαζί και η έμφαση στη λεπτομέρεια».
Στο χώρο του η εποχή της ακμής στα χρόνια της μεταπολίτευσης βοήθησε για πολλές παρεξηγήσεις. «Ποιο είναι το ποιοτικό τραγούδι, το πολιτικό, το εμπορικό, το έντεχνο». Έπειτα ήρθε η δεκαετία του ’90 αποφασισμένη να αποτινάξει κάθε ιδεολογική υπερβολή. «Τώρα το έντεχνο επανέρχεται αλλιώς. Διυλισμένα τραγούδια και μουσικές -όσα απ’ αυτά αξίζουν- παίρνουν πάλι ρόλο. Για ένα μεγάλο διάστημα κυριάρχησε η άλλη όχθη, καθώς και ένας ήχος πιο μοναχικός». Μήπως όμως στην ισχυροποίηση της εμπορικής πλευράς του τραγουδιού είχαν μεγάλο μερίδιο ευθύνης και οι εκφραστές του εντέχνου;
Ήταν μόνο «κόπωση», όπως απαντά ο Ηλ. Ανδριόπουλος, ή και η αλαζονεία; «Η αλήθεια είναι ότι το περιθώριο κυριάρχησε για χρόνια και προανήγγειλε το ψέμα. Τώρα το ελληνικό τραγούδι περνάει μια εποχή περισυλλογής και αναζήτησης, αλλά δε μπορούμε να μιλήσουμε ακόμη για ένα ρεύμα. Τα καλλιτεχνικά ρεύματα ριζώνουν παράλληλα με τις κοινωνικές ανακατατάξεις».

Μία δεκαετία μοναξιά
Γνωρίζοντάς τον κανείς από τα χρόνια της έντονης δράσης, θα έλεγε ότι κρατήθηκε πίσω για χρόνια. «Βρέθηκα σε αμηχανία, ένιωθα ότι η κατάσταση ξεφεύγει από τα χέρια μου και το αλλού δεν μπορούσα να το παρακολουθήσω ούτε να το αποδεχτώ. Προτίμησα το ρόλο του θεατή. Από τη συλλογική έκφραση γύρισα στη μοναχική». Έδωσε βέβαια συναυλίες στο: Queen Elizabeth Hall του Λονδίνου, Victoria Hall της Γενεύης, Alte Oper της Φρανκφούρτης, κ.ά., συνέχισε να γράφει έργα «όμως χρειάζονται ορχήστρα και χορωδία για να παιχτούν», ενώ τα τραγούδια του «Το πλοίο Ναυκρατούσα» σε ποίηση Μάνου Ελευθερίου παραμένουν ανέκδοτα.
Πώς ζει ένας δημιουργός της γενιάς του; Με ποσοστά και συναυλίες, απαντά. «Πάντα ζούσα μετρημένα, δεν έβαζα οικονομικούς στόχους. Με ικανοποιεί πάντως ότι σε ένα καλλιτεχνικό μου νεύμα ο κόσμος ανταποκρίνεται, δε μπούχτισε με μένα.
Όσο μεγαλώνεις, έχεις ανάγκη να νιώθεις ότι δεν πήγε η ζωή σου χαμένη. Αλλωστε, δεν έγραψα ποτέ πολλά». Με ειλικρίνεια ομολογεί ότι βίωσε μία δεκαετία μοναξιάς ως το 2000. «Έδινα συναυλίες και δεν είχα κοινό. Μια φορά στη Νίκαια με το Μητσιά ήρθαν 50 άτομα! Αισθανόμουν ότι δεν είχα αξία. Τώρα που χορτάσαμε το λάιφ στάιλ επανέρχονται ή διασκευάζουν το υλικό μας».

Λάθη και διαψεύσεις
Λάθη έκανε και διαψεύσεις είχε. Έτσι ξεκίνησε να γράφει αρχίζοντας με την «Αφήγηση των ήχων», το δοκίμιο «Αντι-ηχήσεις» και τώρα το «Αίνιγμα μιας γενιάς». «Μετά το 1974 όλοι είχαμε μια προτίμηση στα λεγόμενα προοδευτικά κόμματα. Μόνο που στράβωσαν τα πράγματα. Οι εκπρόσωποι της γενιάς μου που μπήκαν στην πολιτική αποδείχτηκαν τέρατα, ενώ όσοι έμειναν έξω όταν τους συναντώ βλέπω ότι κράτησαν την ηθική τους. Αισθάνθηκα ότι υποστήριξα κάτι λάθος. Τους άφηνα για χρόνια να παίζουν το «Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες», ενώ όλοι γνωρίζαμε ότι γράφτηκε για να εξυμνήσει την πιο ανιδιοτελή, αγωνιστική μορφή του ελληνισμού, τον Μακρυγιάννη. Κάποια στιγμή τους είπα: σταματήστε, δεν αφήσατε τίποτα όρθιο.
Ζούμε μια κρίση πολυεπίπεδη, με κόσμο σε σύγχυση, χωρίς προσδοκίες, που κανείς δεν πιστεύει ότι κάποιος είναι πιο έντιμος από τους άλλους. Αυτή η απελπισία πάγωσε την κοινωνία».

 Δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση της εφημερίδας "Η Καθημερινή", στο φύλλο του Σαββάτου 13 Ιουλίου 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου